Όταν επιτέλους έφτασα στο δωμάτιο η υποδοχή που έγινε δεν ήταν αυτή που περίμενα…Ένας κόμπος στο λαιμό με ένα εσωτερικό σφίξιμο ήταν αρκετά να μου ξαναθυμίσουν την κούραση που είχα και να την χρησιμοποιήσω σαν δικαιολογία προσπερνώντας αυτά που καταλάβαινα, αλλά δεν με άφηνε ο εγωισμός να αποκαλύψω στον εαυτό μου.
«Είμαι πολύ κουρασμένος» είπα και ξάπλωσα στην άκρη του κρεβατιού. Δεν κοιμήθηκα άκουσα όμως όλη τη συζήτηση που έκαναν και τότε κατάλαβα ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι όπως φαίνεται. Με κλειστά τα μάτια για να νομίζουν ότι κοιμάμαι, μάλωνα με τον εαυτό μου και ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι φταίω εγώ και μόνο εγώ και πρέπει να διορθωθώ. Τα έβαλα με τον εαυτό μου, χωρίς να μιλάω, παριστάνοντας ακόμα τον κοιμισμένο, μέχρι που κάποια στιγμή μετά από αρκετή ώρα σηκώθηκα και χωρίς καμία κουβέντα άφησα πίσω μου μέχρι και τα προσωπικά μου αντικείμενα. Είχα μπερδέψει τα «νιώθω» και τα «θέλω» μου και χωρίς να καταλαβαίνω αν κλαίω ή γελάω, περπατούσα γρήγορα στο δρόμο χωρίς να ξέρω πάλι που πάω για να ξεφύγω από τις παράξενες σκέψεις που πηγαινοερχόντουσαν ακόμα στο μυαλό μου όταν είχα φτάσει ήδη στην πλατεία Καραϊσκάκη. Στο πεζοδρόμιο της οδού Χίου και έξω από ένα μαγαζί με ποδοσφαιράκια, που ήταν τότε το παιχνίδι της εποχής, είχε δύο τρία τραπεζάκια με καρέκλες και όταν έφτασα κάθισα να ξεκουραστώ. Ακριβώς απέναντι ήταν ένα ξενοδοχείο, που το έλεγαν Ριτς αν θυμάμαι καλά και εκεί μαζευόντουσαν οι μικροπωλητές με τις παραμάνες (καρότσια) και τις πραμάτειες τους. Ο Μιχάλης ο Γράψας, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης ήταν κάτι σαν αρχηγός ανάμεσα τους, αλλά και γενικός οικονομικός κουμανταδόρος αφού όλοι έπαιρναν από αυτόν δανεικά για να αγοράσουν τα εμπορεύματα που πουλούσαν και όταν εισέπρατταν του τα επέστρεφαν. Ήταν το «σύστημα» της μόδας για όλους τους μπατίρηδες μικροπωλητές εκείνης της εποχής. Αυτό το κατάστημα έγινε το επόμενο στέκι μου και σιγά σιγά άρχισα να συνεργάζομαι με ότι μάθαινα κοντά τους.

συνεχίζεται …

Share on Pinterest
There are no images.